Πρωτέας

Πρωτέας
(proteus anguinus). Αμφίβιο της οικογένειας των πρωτεϊδών, της τάξης των ουροδελών. Ζει στα νερά των σπηλαίων της Ιστρίας, της Καρνιόλης και της Δαλματίας και τρέφεται κυρίως με σκουλήκια και μικρά καρκινοειδή. Ο π. έχει συνολικό μήκος 23-28 εκ. και φέρει στον κορμό 25-27 πλευρικούς αύλακες· πίσω από το κεφάλι προεξέχει από κάθε πλευρά ένα μικρό λοφίο με βράγχια. Τα μάτια, υποτυπώδη και πολύ μικρά, είναι κρυμμένα κάτω από το δέρμα, γι’ αυτό και ο π. είναι τυφλός. Το στόμα του είναι εφοδιασμένο με δύο σειρές από μικρά δόντια· η μικροσκοπική γλώσσα είναι ελεύθερη μόνο στο μπροστινό τμήμα. Τα κοντά πόδια φέρουν 3 δάκτυλα στο μπροστινό ζευγάρι και 2 στο πίσω· η ουρά, πεπιεσμένη στα πλάγια, είναι εφοδιασμένη από πάνω και από κάτω με μια νηκτική μεμβράνη. Το δέρμα του παράξενου αυτού αμφιβίου αισθάνεται την παρουσία του φωτός και αντιδρά αλλάζοντας το χρώμα από λευκό κιτρινωπό σε καφέ. Όταν γεννιούνται τα μικρά, που μοιάζουν με τα ενήλικα άτομα, έχουν μάτια καλά ανεπτυγμένα, τα οποία όμως ατροφούν σιγά σιγά με την ανάπτυξη του ζώου. Ο πρωτέας (proteus anguinus), αμφίβιο μήκους 23-28 εκ., τυφλώνεται σιγά-σιγά καθώς μεγαλώνει και αλλάζει απόχρωση κάτω από την επίδραση του φωτός.
* * *
ο, Ν
βλ. Πρωτεύς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωτέας — (proteus anguinus). Αμφίβιο της οικογένειας των πρωτεϊδών, της τάξης των ουροδελών. Ζει στα νερά των σπηλαίων της Ιστρίας, της Καρνιόλης και της Δαλματίας και τρέφεται κυρίως με σκουλήκια και μικρά καρκινοειδή. Ο π. έχει συνολικό μήκος 23 28 εκ.… …   Dictionary of Greek

  • Πρωτέας — Πρωτέᾱς , Πρωτεύς eyesalve masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτέας — πρωτέᾱς , πρωτεύς eyesalve masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… …   Dictionary of Greek

  • Proteas EKA AEL — Logo du club Généralités Date de fondation 1967 …   Wikipédia en Français

  • απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεύς — ο, ΝΜΑ, και πρωτέας Ν, και δωρ. τ. πρατεύς Α ως κύριο όν. Πρωτεύς μυθ. θαλάσσια θεότητα, γνωστή κυρίως από την Οδύσσεια με την ονομασία ἅλιος [θαλασσινός] γέρων, ο οποίος σχετίζεται με άλλες δύο θαλάσσιες θεότητες, τον Φόρτω και τον Νηρέα και,… …   Dictionary of Greek

  • αμοιβάδα — Πρωτόζωο της ομοταξίας των ριζοπόδων, είδος κοινό στα γλυκά νερά. Το μέγεθός του φτάνει το πολύ ένα χιλιοστό, στην α. πρωτέα.Χαρακτηριστικός είναι o τρόπος που κινείται: στερείται μεμβράνης και το κυτταρόπλασμα προεκτείνεται με μορφή ριζοειδών ή… …   Dictionary of Greek

  • Ελένη, Ωραία — Μυθολογικό πρόσωπο. Υπήρξε ηρωίδα πολλών θρύλων, αλλά είναι περισσότερο γνωστή επειδή, σύμφωνα με τη μυθολογία, υπήρξε αφορμή του Τρωικού πολέμου. Ήταν σύζυγος του βασιλιά της Σπάρτης, Μενέλαου, τον οποίο εγκατέλειψε και έφυγε με τον Τρώα Πάρη.… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεϊκός — ή, ό αυτός που αλλάζει συνεχώς, όπως ο θεός Πρωτέας της μυθολογίας άλλαζε μορφές: Πρωτεϊκός χαρακτήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”